- ἀπαγορεύει
- ἀπαγορεύωforbidpres ind mp 2nd sgἀπαγορεύωforbidpres ind act 3rd sgἀπαγορεύωforbidpres ind mp 2nd sgἀπαγορεύωforbidpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
отъмѣтати — ОТЪМѢТА|ТИ (83), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отметать; сметать: не тако неч(с)тивии же не тако. но ˫ако прахъ ѥгоже ѿмѣтаѥть вѣтръ ѿ лица земли. (ἐκρίπτει) ФСт XIV/XV, 10г; и ˫ако пшеницю ѿ плѣвы. и елико тщее ѿмѣтае(т) вѣтръ. полное же в житницю влагае(т). ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отърицатисѧ — ОТЪРИ|ЦАТИСѦ1 (15), ЧОУСѦ, ЧЕТЬСѦ 1.Отрекаться (отречься), отказываться (отказаться): ѥмѹ же и въ себе мѣсто мол˫ашетьс˫а игѹменити наставьничити въ братии. словесы же и мѹдрыми наказании. въ се въвод˫а. самомѹ же по времени. по въздьрьжанию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отърѣкати — ОТЪРѢКА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Запрещать: ˫ако вѣща соломо(н). право зри(м). а не еже ѿрѣкаѥ(т) г(с)ь к похотѣнью. (ἀπαγορεύει) ГБ к. XIV, 43б. Ср. отърѣцати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
OLEA — I. OLEA Minervae inventrici, apud Poetas, sacra: iuxta illud Virg. l. 1. Georg. v. 18. Oleaeque Minerva Inventrix: Olympionicarum frontes cinxit, secundum quosdam, vide supra Cotinus: pacisque, nec non duritiei emollitae, agriculturae,… … Hofmann J. Lexicon universale
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… … Dictionary of Greek